Κείμενα – αποχαιρετισμοί σε χωριανούς μας που έφυγαν τα δυο τελευταία χρόνια
Στιγμές και μνήμες από αξίες και ήθη που χάνονται

Γράφει ο Ηλίας Λ. Γάτος

Η μνήμη είναι ο θεμέλιος λίθος της ανθρώπινης υπόστασης. Είναι η πεμπτουσία. Είναι τα σύνορα που ξεχωρίζουν το λογικό πλάσμα –τον άνθρωπο- από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο. Η μνήμη. Απ’ τα πανάρχαια χρόνια, απ’ το ξεκίνημα του ελληνικού πολιτισμού, τον πρώτο –ίσως το μεγαλύτερο πολιτισμό στον πλανήτη- το πιο ηχηρό αξίωμα που καθιερώθηκε σαν ιερή παρακαταθήκη είναι: Μ α θα ί ν ο υ μ ε α π ό τ α λ ά θ η μ ας και τ ι μ ά μ ε τ ο υ ς ν ε κ ρ ο ύ ς μας.
Μνήμη. Από δω λοιπόν να ξεκινήσουμε. Κι όταν λέω να ξεκινήσουμε, εννοώ να θυμηθούμε τις πιο ηχηρές απώλειες της τελευταίας διετίας, όχι σαν απλή αναφορά, σαν νεκροανακοίνωση δηλαδή, αλλά περιγράφοντας χαρακτηριστικές στιγμές, εικόνες απ’ τον τρικυμισμένο βίο τους. Γιατί, προσωπικά εμένα, οι συνηθισμένες, συμβατικές, τυπικές νεκρολογίες μ’ αφήνουν ασυγκίνητο. Και για να μην παρεξηγηθώ –θα ρωτήσει κάποιος- πριν τη διετία δεν υπήρξαν ηχηρές απώλειες; Βεβαίως και υπήρξαν. Γι’ αυτό στην πορεία θα προσπαθήσουμε να αναθερμάνουμε αγαπημένες μορφές και μνήμες…
Επανερχόμαστε λοιπόν στις τελευταίες απώλειες:
α. Παπασμάνης –Φλεβάρης του 2017
β. Σταυρόπουλος Θύμιος –χειμώνας του 2017
γ. Τρίφτης Θεοφάνης –Σεπτέμβρης του 2017
δ. Γάτου σοφία –Νοέμβρης του 2017
ε. Ζαχαρόπουλος Γιάννης –Φλεβάρης του 2018
στ. Λάιος Κώστας –Αύγουστος 2018
ζ. Καρδαράς Ντίνος – Δεκέμβρης 2018

Και ξεκινάμε:

Σμάνης Ιωάννης, ιερέας.

Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον… έτσι αρχίζει η Οδύσσεια του Ομήρου. Σε απλή μετάφραση: ΄Εμπνευση, κατέβα, βοήθησέ με να περιγράψω αυτόν τον πολυμήχανο άνθρωπο. Και μη μου πει κάποιος ειρωνικά πως είναι ανεπίτρεπτο να συνδέσουμε τον Παπαγιάννη με τον Οδυσσέα…
Ανοίγω μια παρένθεση εδώ. Το ποίημα, οι ραψωδίες της Οδύσσειας αφηγούνται υπαρκτά ιστορικά γεγονότα και ο Όμηρος είναι ιστορικό πρόσωπο. Ο Οδυσσέας είναι παγκόσμιο σύμβολο του πολυάσχολου, ευρηματικού, ραδιούργου, πολυμήχανου άνδρα, του πανέξυπνου ανθρώπου. Ο Οδυσσέας είναι θρύλος που αναφέρεται ανά πάσα στιγμή από κάθε κοινωνική ομάδα. Και κλείνω την παρένθεση με ένα δικό μας τοπικό παράδειγμα: στον καφενέ, στην παλιά Κυδωνιά, κυκλοφορούσε ένας χαρακτηρισμός που αφορούσε έναν πασίγνωστο χωριανό μας, το Βασίλη τον Τσιώτα, με το ψευδώνυμο ‘’Λαούτσος’’: ‘’ο πανούργος Οδυσσέας’’. Και τούτο γιατί χρησιμοποίησε τα νερά του ποταμού να περιστρέφουν μιαν αυτοσχέδια φτερωτή, με μολυβένια αντίβαρα στα πτερύγια, που κροτάλιζαν ολονυχτίς τα τενεκεδάκια του και διώχναν τ’ αγρίμια απ’ τη λογγά του…
Παπασμάνης, λοιπόν… Μετά τον εμφύλιο, παπάς όντας, μέσα στο δάσος, σε ένα ξέφωτο του λόγγου, έχει ξαπλώσει καταγής, με το τσεκούρι του, ένα πελώριο έλατο. Τον κλάδεψε, τον έσυρε και τον διχάλωσε στη σχισμή ενός βράχου, έτσι που να αφήνει αρκετό κενό από κάτω του. Ξεδίπλωσε και πέταξε ανάρριχτα στον κορμό την πριονοκορδέλα του. Η πριονοκορδέλα, ξεχασμένη σήμερα, ήταν μια μεγάλη λάμα πριονιού, με δυο ξύλινα χερούλια εκατέρωθεν. Για να δουλέψει χρειάζονταν τουλάχιστον δύο γεροδεμένοι εργάτες. Όμως ο παπάς ήταν ολομόναχος. Τι σκαρφίστηκε; Απλούστατα, για δεύτερο εργάτη, αγγάρεψε έναν τεράστιο ογκόλιθο, πολύβαρο. Τον διχτύωσε και τον έδεσε στο κάτω άκρο της κορδέλας. Σημάδεψε με ράμμα τον κορμό, τον καβάλησε, πέταξε τα ράσα του, πήρε βαθειάν ανάσα και άρχισε το πιο σατανικό, το πιο πρωτόγνωρο πριόνισμα στην ιστορία του λόγγου. Επάνω τραβούσε ο παπάς, κάτω τραβούσε οι ογκόλιθος. Ιδρώτας, βογγητά, κόπωση. Και το πριόνισμα να μη σταματάει, να ξεσκίζει όλο και πιο άγρια την ησυχία του δάσους. Ώσπου άξαφνα ένα επίμονο γαργαρητό σφύριγμα αντήχησε στη λαγκαδιά. Ανάμεσα στα κέδρα ξετρύπωσε ο δασικός. Απ’ το πουθενά. Ο παπάς συνέχισε να πριονίζει. Τα γένεια του στάζαν ιδρώτα. Ο δασικός στάθηκε από κάτω, τον κοίταξε με έκσταση…
Δασικός: Παπά, σταμάτα λίγο.
Παπάς: άμα βγάλω τη σανίδα, θα σταματήσω…
Αναμέρισε ο δασικός, απιθώθηκε σε μια κοτρώνα, άναψε τσιγάρο και περίμενε. Περίμενε ώσπου έβγαλε τη σανίδα ο παπάς, και κατέβηκε. Σκούπισε τον ιδρώτα απ’ το κούτελο με την ανάποδη της παλάμης και χαμογελαστός πήγε και κάθισε αγνάντια του. Άναψε κι αυτός τσιγάρο, τον περιεργάστηκε για λίγο κι ύστερα…
Παπάς: Από πού ξεφύτρωσες; Με τσάκωσες στα πράσα. Είμαι παράνομος;
Δασικός: Εσύ τι λες;
Παπάς: Εγώ λέω πως είμαι παράνομος! Θα με τιμωρήσεις;
Σιωπή…
Κι ύστερα σηκώθηκε ο δασικός, πέταξε καταγής το τσιγάρο, το πάτησε και το έλιωσε με την αρβύλα του, βολτάρισε για λίγο γύρω στον παπά και σταμάτησε μπροστά του:
Δασικός: Τι να σε τιμωρήσω μωρέ παπά… Εσύ είσαι αναπανάληπτος! Αυτοτιμωρείσαι! Σου φτάνει…
Και σηκώνοντας το χέρι του, έτσι σαν σε χαιρετισμό, λάκησε και χάθηκε στο δάσος…

Παπασμάνης λοιπόν: Πολυμήχανος, βασανιστικά εργατικός, πολυτάλαντος, αυτοδίδακτος, καλλιτέχνης μαραγκός, αηδόνι του ψαλμού, απελπιστικά τυπικός ιερουργός, ασυμβίβαστος, ασήχαστος, ευρηματικός. ΄Οταν τσιμεντάριζε το ισόγειο του σημερινού σπιτιού του, μονάχος, αφού πρώτα το μπάζωσε με ποταμολίθια, για να ταρακουνήσει και να ανακατέψει το χαρμάνι (το σκυρόδεμα), χρησιμοποίησε ένα μεγάλο κρασοβάρελο. Το γέμιζε με μείγμα (χαλίκι, άμμο, τσιμέντο, νερό), το σφράγιζε, το διπλάρωνε και το κυλούσε ολοταχώς μέχρι την πάνω πλατεία και ξανά επιστροφή. Χειροποίητα αυτοσχέδια μπετονιέρα. Και ξανά κύλημα. Τέτοιο ξεθέωμα ούτε στα κάτεργα. Έτσι που ο μπάρμπα Κώστας ο Μακρής, ψηλά απ’ την αυλή του, σήκωσε τα χέρια και φώναξε:
-Έλεος μωρέ παπά! Έλεος!

Παπασμάνης: ο βίος του συναρπαστικός, ατέλειωτος, βιβλίο δίχως τελειωμό. Πολυμήχανος. Αλλά και ξεροκέφαλος, απ’ την ισχυρογνωμοσύνη του ούτε ρούπι πίσω. Παροιμιώδης η διαμάχη του με τον ανηψιό του Αποστολόπουλο στο μοίρασμα των οικοπέδων του Μανετογιώργη. Κάποια στιγμή συμφώνησαν, δώσανε τα χέρια – παρών και ο Γιάννης Ζαχαρόπουλος…
Παπάς: Εγώ θα πάρω το κομμάτι που εφάπτεται της πλατείας. Με βολεύει…
Αποστολόπουλος – το ίδιο ξεροκέφαλος: Εντάξει, συμφωνώ…
Όμως μετά από δυο μέρες ο παπάς άλλαξε γνώμη.
Παπάς: Μετάνοιωσα, θα πάρω άλλο…
Αποστολόπουλος: Δεν γίνεται, τώρα τα μοιράσαμε…
Παπάς: Να τα ξαναμοιράσουμε!
Γ. Ζαχαρόπουλος: Ρε κουμπάρε, εδώ μπροστά δεν είπες…
Παπάς – τον διέκοψε: Είπα – ξείπα! Και έμεινε η φράση…

Ξεροκέφαλος, ανήσυχος οδηγός. Κακός οδηγός, κάκιστος. Φυσική συνέπεια: με δίπλωμα μετά τα σαράντα – πενήντα σου, αδύνατον να γίνεις καλός οδηγός. Το πολύ να είσαι συνετός. Όμως ούτε συνετός ήταν. Ήθελε το αυτοκίνητο να το γκαζώνει και να τρέχει, να αφήνει πίσω του τον κουρνιαχτό και τη λαχτάρα, χωρίς να πολυσκοτίζεται για κώδικες κυκλοφορίας και κουραφέξαλα. Έτσι κυκλοφορούσε καθημερινά στο Μεσολόγγι με παραβάσεις, με ατυχήματα, με εξάψεις. Ώσπου κάποια στιγμή, μοιραία λόγω αύξησης οχημάτων, ανακοινώθηκε η μονοδρόμηση των οδών του Μεσολογγιού. Πετυχημένο το μέτρο, όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι το μεσημέρι. Κι άξαφνα χαμός, πήχτρα τ’ αυτοκίνητα, μούτζες, βρισιές, κορναρίσματα.Ο Παπασμάνης ερχόταν ανάποδα και τους μπλοκάρισε όλους. Κάποιοι κινήθηκαν αγριεμένοι εναντίον του, αλλά όταν είδαν πως ήταν παπάς μαλάκωσαν…
Κάποιος οδηγός: Ρε παπούλη δεν πήρες μυρωδιά πως η Πύλη είναι μονάχα είσοδος;
Παπασμάνης: Και η έξοδος πού είναι;;;
Οδηγός: Απ’ την κείθε μεριά…
Παπάς: Εγώ από δω μπαινόβγαινα κάθε μέρα, από δω θα βγω και σήμερα! Τελείωσε!
Θεού θέλοντος, αναμέρισαν όλοι, στριμώχτηκαν, καβάλησαν κράσπεδα, τον άφησαν και διάβηκε, καταχειροκροτούμενος απ’ όλους…
Καλοτάξιδος, Μεγάλε…

Ευθύμιος Ηλία Σταυρόπουλος

Απλοϊκός χωρικός, λίγο ατημέλητος, πάντας σκυφτός, πάντα σκεπτικός, προβληματισμένος, αμίλητος συνήθως, εργατικός, όχι μόνο στα δικά τους κτήματα αλλά και στα ξένα, σαν εργάτης, με το μουλάρι, το άροτρο και τον κασμά. Και αγωγιάτης, μ’ ένα ψηλό και δυνατό μουλάρι, που όταν φρούμαζε σε τρόμαζε. Απ’ τη Ζηλίστα στο Θέρμο, στο Αγρίνιο, στο Μεσολόγγι, στη Ναύπακτο, στην ΄Ανω Χώρα, στην Αρτοτίνα, στη Σπερχειάδα, στη Μακρακώμη, στη Λαμία. Παντού πρώτος και καλύτερος. Με τα μερόνυχτα ξημέρωνε στα πρωτόγονα χάνια, με βροχές, με κρύο, με χιόνια, με λιοπύρια. Παντού μπροστά ο υπομονετικός αγωγιάτης της κάθε στιγμής. Φόρτωνε στο σαμάρι του Μάρκου κάθε λογής πελάτες, γρηές, κυράδες, μελιστάλαχτες τσούπρες, τσαχπίνες και γαργαλιάρες, δύσκαμπτα γεροκούσαλα, πραματευτές, ζωέμπορους, πολιτευτές γραβατωμένους, δασκάλους, δικηγόρους, γιατρούς, δικαστικούς – τα πάντα. Με γκρίνιες πολλές φορές, με ατέλειωτα παζάρια για το αγώγι, με παράπονα από καλοθρεμμένες μανταμίτσες πως ‘’Ο Μάρκος κουνάει πολύ…’’, με εκρήξεις θυμού συχνά, πολύ συχνά…
Εδώ αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε μιαν ανεπανάληπτη ατάκα του Θύμιου, μιαν ανεπανάληπτη και σκληρή ετυμηγορία του, που έγινε σλόγκαν, περπάτησε σ’ όλον τον εργατόκοσμο της Ναυπακτίας και όχι μόνο:
‘’Μέχρι εδώ φτάνει η βαρειά!!!!’’
Στη δεκαετία του πενήντα στην Κυδωνιά, παρά το δυσπρόσιτο από την παντελή έλλειψη συγκοινωνίας, τα καλοκαίρια το χωριό έσφυζε κυριολεκτικά από ζωή. Πατείς με πατώ σε. Απ’ άκρη σ’ άκρη το χωριό, κάπνιζαν όλα τα τζάκια. Πλήθος ντόπιοι και ξένοι, απ’ όλη τη χώρα, από Αθήνα, Μεσολόγγι, Αγρίνιο, Ναύπακτο, Λαμία. Μεταξύ των άλλων και ένα ζευγάρι γερόντων από τη Λαμία. Κατσούνηδες λέγονταν. Ο γέροντας, ο μπάρμπα Μήτρος, ένας πολύ καλωσυνάτος άνθρωπος. Η γριά του και συμβία του, η Μήτραινα διαόλου κάλτσα. Φοβερά σφιχτή, κουμανταδόρος στα πάντα, στα ψώνια, στα ταξίδια, στα αγώγια. Κάποιο φθινόπωρο, καιρός να ανηφορίσουν για τη Λαμία, η Μήτραινα φώναξε το Θύμιο.
Μήτραινα: Παλληκάρι μου καιρός να φεύγουμε…
Θύμιος: Πείτε μου μέρα και δρόμο…
Μήτραινα: Να δεις αγορίνα μου τι σου έχω για αγώι φέτος! Κάτι ξεχωριστό, θα τρελλαθείς…
Θύμιος: Δηλαδή;;;
Μήτραινα: Μια βαρειά, μια υπέροχη βαρειά, σκέτο ατσάλι. Ασήκωτη και λαμποκοπάει. Δες την!
Την πήρε στα χέρια του ο Θύμιος, την περιεργάστηκε πανταχόθεν, σούφρωσε τα χείλια του…
Θύμιος: Δε φτάνει…
Μήτραινα: Τι λες βρε χλιμένε!
Θύμιος: Χλιμένος, άχλιφτος, η βαρειά δε φτάνει στη Λαμία…
Μήτραινα: Είσαι με τα καλά σου;;; η βαρειά φτάνει μέχρι τη Λάρισα και παραπάνω…
Θύμιος; Είπα, το ξαναλέω, η βαρειά δε φτάνει…
Επενέβη ο καλωσυνάτος γέροντας.
Μήτρος: Βρε Θύμιο παιδί μου, δεν θα τα χαλάσουμε. Υπάρχει τρόπος να κάνουμε να φτάσει. Θα συμπληρώσουμε…
Θύμιος: Αν είναι έτσι… Πότε φεύγουμε;;;
Μήτρος: Μεθαύριο…
Και ήρθε το μεθαύριο. Φόρτωσαν τα μπαγκάζια τους όλα, φόρτωσαν και τη Μήτραινα και ξεκίνησαν. Κατέβηκαν το ποτάμι, -μισό μέτρο νερό-, το πέρασαν, πήραν την κάθετη ανηφόρα, για το βουνό, τη Σαράνταινα. Έτσι τη λένε τη ράχη της Οξυάς, Σαράνταινα. Γιατί ο μύθος λέει, πως εκεί πάνω στη διαβολοράχη, Οχτώβρης μήνας, χάθηκε ολόκληρο συμπεθεριό, από ανέλπιστη χιονοθύελλα, σαράντα νοματαίοι μαζί κι η νύφη, ο γαμπρός κι όλα τα συμπεθέρια.
Ανηφόρισαν για ώρες, αγκομάχησαν, λαχάνιασαν, έφτασαν στη ράχη. Κι άξαφνα ο Θύμιος τράβηξε με δύναμη του μουλαριού την καπιστράνα και φώναξε:
– Ώωπ!!! Στοπ Μάρκο!
Κι ο Μάρκος, σύξυλος, φρούμαξε μια-δυο φορές, καρφώθηκε στα τρόχαλα, ξαναφρούμαξε…
Μήτρος: Θα κάνουμε στάση, Θύμιο;
Αμίλητος ο Θύμιος, διπλάρωσε το μουλάρι, κοίταξε αγριεμένος τη γρηά και φώναξε: Έλα να σε βοηθήσω να κατέβεις!
Μήτραινα: Μα;
Θύμιος: Δεν έχει μα και ξεμά, είπα, έλα να κατέβεις σατανόγρηα! Η βαρειά μεχρι εδώ φτάνει!
Χαμός! Εκεί στη ράχη της Οξυάς, στο απόλυτο πουθενά, στην ερημιά που τρομάζει, στη σιωπή, στα θέμελα του ουρανού, εκεί στους πρόποδες του Θεού. Άκρα του κόσμου σιωπή. Εκτός από το σιγανό και κρύο κλαψούρισμα του ανέμου, εκτός από τα ψεύτικα μυξοκλάματα και τα υπόκουφα τσιρίγματα της τζαναμπέτως γρηάς, εκτός από τη βαρειά ανάσα του κουρασμένου Μάρκου, τίποτα άλλο. Α! Ναι, από κάπου στο βάθος, πολύ μακρυά, έφταναν τα βραχνά γαυγίσματα των τσοπανόσκυλων. Επίσης πέρα στο δίπλωμα του βουνού, σ’ απλησίαστες πλαγιές, άσπριζαν σκορπισμένα κοπάδια προβάτων και πάνω ψηλά στα σύννεφα ζυγιάζονταν ανάλαφρα τα πεινασμένα κορμιά των γερακιών. Χάος…
Ο μειλίχιος μπάρμπα Μήτρος όρθωσε ανάστημα, ξύπνησε μέσα του το χωριάτικο αντρηλίκι, σίμωσε τη γρηά…
Μπάρμπα Μήτρος: Εσύ από δω και πέρα σκασμός! Κατάλαβες; Σκασμός!
Στράφηκε στο Θύμιο: Θα πλερωθείς για το μόχθο σου! Όλο! Τα θέλεις προκαταβολικά;
Θύμιος: Όχι, μπάρμπα, εσένα σούχω ‘μπιστοσύνη…
Και συνέχισαν. Κάπου και που ακούγονταν σα σφήνα η μουρμουρητά της γρηάς, χωρίς κανένας πια να της δίνει σημασία…

Και κάτι ακόμα απ’ τη σκληρή ζωή του Θύμιου. Αφηγητής ο Γιώργος Κ. Ζαχαρόπουλος:
Στην άνω Χώρα. Δέκα-δώδεκα άτομα. Χιόνια πολλά, όμως γλυκός ο καιρός, αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε. Φορτωμένοι πήραμε την ανηφόρα για το Σκανταλάκι. Μαζί μας κι ο Παπασμάνης. Όμως αυτός, πάντα βιαστικός, ξέκοψε, ξεμάκρυνε, σε λίγο αγναντεύαμε μονάχα το σκούφο του καθώς σκαπέταγε στις ράχες. Ανηφορίζαμε αργά, γνωρίζαμε καλά το δρόμο, μπροστά οι πιο δυνατοί να κόβουνε το χιόνι. Ώσπου άξαφνα, χωρίς προειδοποίηση, πλάκωσε χιονοθύελλα. Αέρας, χιόνι, χαμός, δεν ξεκρίναμε στο ένα μέτρο, ο δρόμος εξαφανίστηκε, σκορπίσαμε σαν του λαγού τα παιδιά. ‘’Όλοι μαζί’’ φωνάξαμε, ‘’χέρι χέρι να μη μας πάρει ο διάολος’’. Συμμαζευτήκαμε, έλειπε ο Θύμιος. Τον φωνάξαμε, δεν μας απάντησε. Ξαναφωνάξαμε, το χιόνι μας μαστίγωνε, βάλαμε αυτί, ακούσαμε κάτι σαν βόγγημα, σαν σβησμένη κραυγή. ‘’Ο Θύμιος’’ είπαμε, στα τυφλά το ψάξιμο. Τον βρήκαμε, χαμένο ολόπατα σε μια χιονοπαγίδα, μονάχα τα χέρια και το κεφάλι του ξεχώριζαν. Τον πλησιάσαμε ‘’Κουράγιο Θύμιο! Θα πετάξουμε τριχιά να σε τραβήξουμε’’. Όμως ο Θύμιος, αμίλητος, ανοιγόκλεισε τα μάτια και σε λίγο με όση δύναμη τ’ απόμεινε φώναξε: ‘’Τετέλεσται… Συνεχίστε… Εγώ πάω… Τετέλεσται!’’. Φυσικά τον τραβήξαμε, τον συνεφέραμε, τσάτρα πάτρα συνεχίσαμε. Βρήκαμε κι ένα απάγγειο σε πυκνό ελατιά, μαζέψαμε ξερόκλαδα, ανάψαμε φωτιά, συνήρθαμε, ρουφήξαμε και λίγο κονιάκ και περιμέναμε ώσπου να καταλαγιάσει η θύελλα. Ζωή κι αυτή…
Θύμιος Η. Σταυρόπουλος: πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν τα γεράματα, απόμαχος πια, μετακόμισε με τα παιδιά του στην Πάτρα. Και μια χειμωνιάτικη μέρα του ’17, πραγματικά τετέλεσται… Είναι η μοίρα μας αυτή, το γραφτό μας που λένε.
Κι ίσως, ίσως, φίλε Θύμιο, για να μην ξεχνάμε τα λεγόμενά σου, ίσως η βαρειά μέχρι εδώ νάφτανε…
Καλό σου κατευόδιο, αξέχαστε…

Τρίφτης Γ. Θεοφάνης

Άπλωσε την ψυχή του σαν πελώριο αραχνοΰφαντο πέπλο για να σκεπάσει τα βουνά της γενέτειράς του στην ορεινή Ναυπακτία: τα θεμέλιά μου στα βουνά!
Γόνος φτωχής, πάμφτωχης και πολύτεκνης φαμίλιας. Μιζέρια με το τσουβάλι. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε ο άγριος πόλεμος, ακολούθησε ο εμφύλιος, το ξεσπίτωμα. Και θάνατος, οδύνη. Ο αδερφός του πατέρα του εκτελέστηκε απ’ τα στρατοδικεία της αλησμόνητης Φρειδερίκης και μια πρώτη του εξαδελφή χάθηκε στο φευγιό του λεγόμενου Δημοκρατικού στρατού. Εκπατρισμός. Βρήκαν καταφύγιο εκεί στα περίχωρα του Μεσολογγίου, μαζί με άλλους χωριανούς, σε μια ορεινή πλαγιά με πουρναρόλογγο, τις Καλαμποκιές. Τους δώσαν κάποια γης, ξεχέρσωσαν και ξελάκωσαν, όρμωσαν υποτυπώδη χωράφια, ζωντάνεψαν και μικροκόπαδα από κατσίκες, στέργιωσαν το καινούργιο τους καλύβι. Ο μπάρμπα Γιώργος, ο πατέρας του Φάνη, το μόνο που επαναλάμβανεε θυμοσοφικά, είναι πασίγνωστο σε όλους τους Κυδωνιώτες:
Μπάρμπα Γιώργος: δεν θ’ αλλάξει η παλιοκατάστασ’…
Και η παλιοκατάσταση άλλαζε συνεχώς, όμως η φτώχεια και η μιζέρια, αντί να καλυτερέψουν, χειροτέρευαν…
Ο Φάνης, κουτσούβελο τότε, στο σκάρο του μικρού γιδοκόπαδου, κάτω από το βαθύ ίσκιο της πουρνάρας, αργόπλεκε τα σκόρπια παιδικά όνειρά του. Να τελειώσει το σχολείο, το Γυμνάσιο,να ανηφορίσει στην Αθήνα και να προκόψει. Κι έβγαλε όντως το Γυμνάσιο, πήγε στο στρατό για τη θητεία του, τον στείλαν στα σύνορα λόγω αμφιβόλων εθνικών φρονημάτων ένεκα συγγένειας με ‘’συμμορίτες’’, υπηρέτησε δίχως ιδιαίτερα προβλήματα, απολύθηκε και κατηφόρισε στην πρωτεύουσα, αυτό το τεράστιο χωνευτήρι των αναζητήσεων. Στάθηκε λιγάκι τυχερός, ένας μακρινός χωριανός την καταγωγή, τον σύστησε σε κάποιον συνάδελφό του τοπογράφο. Με συνέπεια και εργατικότητα, έγινε αχώριστος συνεργάτης του, ακόμα και μετά το διορισμό του στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Με τον καιρό ορθοπόδισε. Παντρεύτηκε, απόκτησε οικογένεια, δυο παιδιά, τη Μαργαρίτα και το Γιώργο, έχτισε και μια ωραία μονοκατοικία, πήρε την ανηφόρα. Όμως, σαράκι μέσα του, τον κατάτρωγε ο νόστος για τα πανέμορφα βουνά της γενέτειράς του. Τον γοήτευαν τα Βαρδούσια, τον έκραζε γλυκομίλητα η Οξυά, τα δάση, οι βελανιδιές, οι απέραντοι ελατιάδες, τα πουρνάρια, τα νερά που χοροπηδούσαν αφρισμένα κατηφορίζοντας τις ρεματιές, ο Εύηνος που αργοσούρνονταν σαν τεράστιο φίδι ανάμεσα στα βουνά, ο κλαψιάρικος αχός του νερού που αργοκύλαγε. Όλα μαζί τον καλούσαν επίμονα για επιστροφή στην Ιθάκη.
Και ανταποκρίθηκε, ίσως αργά, ανταποκρίθηκε σ’ εκείνο το επίμονο βασανιστικό κάλεσμα. Τον βοηθήσανε και οι συντοπίτες στην ανεύρεση οικοπέδου, το χαρτογράφησε νόμιμα, έβγαλε άδεια, φώναξε τον εκσκαφέα. Στο άψε σβήσε τέλειωσε η εκσκαφή, ξεκίνησε άμεσα το καλούπωμα, το σιδέρωμα, το σκυρόδεμα. Πίσω από την εκκλησία του ΄Αη Γιάννη ορθώθηκε φανταχτερός και περίτεχνος ο σκελετός του κτίσματος του ονείρου. Ακολούθησε το γέμισμα του σκελετού με σάρκα, με χτισίματα, σοφάδες, υδραυλικά, αποχέτευση, ηλεκτρισμό, τηλέφωνο. Όλα στην εντέλεια, σε χρόνο μηδέν, και ο επάνω όροφος με ελάχιστες ατέλειες κατοικήθηκε!
Επιτέλους ο Φάνης στέγασε τον καϋμό του. Παρά τις τυχόν αντιρρήσεις της οικογένειας –απόλυτα λογικό, ο Φάνης σε τούτη του την προσπάθεια άδειασε όλες του τις οικονομίες. Και στη συνέχεια προσωπική εργασία και μόχθος. Αγόρασε πολλά εργαλεία, παρήγγειλε υλικά, ανάλωσε το υπόλοιπο της ζωής του σε λογής λογής μαστορέματα. Πάτωμα, μάντρες, βαψίματα, καλλωπισμός, σκαλωσιές και σοφατίσματα στο ισόγειο!
Αγώνας ατέλειωτος μέχρι που συνάντησε απρόσμενα την ατυχία του. Μια υπερπλασία του προστάτη, μια δυσλειτουργία του όλου συστήματος, πάθηση συνηθέστατη, ειδικά στις μεγάλες ηλικίες. Πάθηση που αντιμετωπίζεται είτε φαρμακευτικά είτε χειρουργικά. Ζήτησε βοήθεια στο κοντινό Θριάσιο Νοσοκομείο, το επονομαζόμενο και ‘’πεθαμενατζίδικο’’ – γενικά απ’ τον κόσμο, όχι από μένα. Ο ίδιος είχε εμμονή και εμπιστοσύνη στη δημόσια υγεία. Σωστός – αρκεί να έχει επάρκεια και λειτουργικότητα. Όμως, φίλε μου, σε παρέδωσαν ελαφρά τη καρδία στους ειδικευόμενους, σε πετσόκοψαν, έφυγες πριν την ώρα σου από σηψαιμία – δηλαδή λοίμωξη. Κρίμα…

Μας στενοχώρησες, αχώριστε, παλιέ μου φίλε. Θυμάσαι που στόλεγα: ‘’Ποτέ να μην εμπιστεύεσαι αυτούς που, τεκμηριωμένα, δεν το αξίζουν! Ποτέ!’’. Για την ακρίβεια, υπήρχαν κι άλλα δημόσια ιδρύματα, πολύ πιο αξιόπιστα και πιο αποτελεσματικά. Και ίσως να σε είχαμε μαζί μας σήμερα. Γιατί, να πάρω πάνω μου το κρίμα, δεν το έξιζες αυτό το τέλος… Θα προτιμούσα να γκρεμιστείς από τη σκαλωσιά, που λέει ο λόγος…
Με κρύα καρδιά θα στο πω, καλό σου ταξίδι…

Γάτου Σοφία

Η Σοφία. Και γιατί η Σοφία; Τα παλιά τα χρόνια στο χωριό συνηθιζόταν το όνομα της συζύγου –σχεδόν ανύπαρκτο- να αφομοιώνεται από το όνομα του συζύγου-αφέντη. Παράδειγμα: η Γιάνναινα, η Γιώργαινα, η Μήτραινα, η Θύμιαινα, η Βαγγέλαινα, η Λάμπραινα. Ίσως ήταν άγραφτος νόμος υποταγής, ίσως βουνίσια αυταρχικότητα, ίσως κατάλοιπο τουρκικής νοοτροπίας. Οι γυναίκες συμπλήρωμα του άντρα τους, ο εαυτός τους ανύπαρκτος. Ομως με τη Σοφία σαν κάτι να άλλαξε. Η Βαγγέλαινα σπάνια ακούγονταν. Η Σοφία. Όλοι έτσι την ήξεραν, έτσι τη φώναζαν. Η Σοφία. Μια μικροκαμωμένη, πανάξια, γλυκομίλητη, δυναμική, πάντα προβληματισμένη γενικά με τη ζωή, αγράμματη θυμόσοφος.
Κάποτε, σε ανύποπτο χρόνο, με κοίταξε κατάματα με κείνα τα μικρά, διαπεραστικά και πανέξυπνα μάτια και με ρώτησε: ‘’Δε μου λες, βρε Ηλία, υπάρχει Θεός;’’ Ξαφνιάστηκα, δεν απάντησα, ίσως ούτε κι εκείνη καρτερούσε απάντηση, γιατί, μετά από λίγο, μουρμούρισε: ‘’Κατάλαβα…’’.
Η Σοφία. Νύφη από την Αβόρανη. Το πατρικό της όνομα, αν θυμάμαι καλά, Παπαβασιλείου. Μαθητούδι εγώ τότε, με βάλανε καβάλα σε καταστόλιστο μουλάρι και πρωτομπήκα στο χωριό της, συχαρικιάρης του συμπεθεριού. Ξεπέζεψα, με καλωσόρισε καλωσυνάτη η νύφη. Με φίλησε, μου πέρασε στο λαιμό μια μάλλινη ολοκέντητη στον αργαλειό μαρούδα (τσάντα) και μου έβαλε στα χέρια μια μεγάλη κουλούρα ψωμιού, φορτωμένη με ανάγλυφα σχήματα και σταυρό στη μέση. Κι ύστερα πλάκωσε το πολύβουο συμπεθεριό…
Σήμερα γάμος γίνεται…
Κλαρίνα, εκκλησιά, στέφανα, φαγοπότι, τραγούδι, χορός, επιστροφή.
Σοφία. Πού νάξερες, αξέχαστη κυρά μου, πως σήμερα, ένα χρόνο μετά τη φυγή σου (κάλλιο αργά, Σοφία) θ’ αναγκαζόμουνα εγώ/ θα είχα το χρέος, με πόνο ψυχής, να γράψω αυτές τις γραμμές…

Η Σοφία. Μετά το γάμο της νύφη στην Κυδωνιά. Νέα ζωή, άλλη πραγματικότητα, λίγο πολύ την περίμενε. Δίπλα της ο σύζυγος – αφέντης, μπροστά της τα σκληροτράχηλα πεθερικά σαν συμβουλάτορες – απόρροια εκείνης της μακρινής και δύσκολης εποχής. Στωικά συμβιβάστηκε. Ακολούθησαν οι φύτρες, δυό κόρες, πρώτη η Τασούλα και μετά η Ευθυμία. Σπίτι, παιδιά, πεθερικά, άντρας, χωράφια, γκασμάς, φυτέματα, σκαλίσματα, ποτίσματα, γίδια, κότες, γουρούνια, σκυλιά. Χαμός για την επιβίωση… Και μέσα – μέσα η συριχτή στριγγιά της πεθεράς:
-Μαρή νύφ’! πού στα τσακίδια είσαι;;; το μωρό γκάνιαξε στο κλάμα! Πού είσαι μαρή;;;
Η Σοφία καταφτάνει αλαφιασμένη:
Εδώ μαρή μάνα! Εδώ! Νιάνιαρο είναι, θα σκούξει και μια στάλα…

‘Γω του κνάου κι κείνου κλαίει…
‘Γω του κνάου κι κείνου σκούζ’…

Και σαν να μη φτάνουν όλα τ’ άλλα, να και το στερνογέννι, ο κανακάρης, ο Νίκος. Και τώρα; Βυζασταρούδι αυτό, αλλά δεν γινόταν να μείνει στο σπίτι. Αλλοίμονο, δεν υπήρχε δεύτερη λύση: στη σαρμανίτσα! Κι ήταν η σαρμανίτσα η κούνια της χωριάτικης ζωής, χειροποίητη, από ντόπιους μαραγκούς, από σκληρά κακομπλανισμένα ξύλα, ημιστρόγγυλη στον πάτο της, για να τραμπαλίζεται. Η σαρμανίτσα λοιπόν στον όχτο της αυλής, με την τριχιά περασμένη από κάτω της, προσεκτικό φόρτωμα, γιατί μέσα ψευτοκοιμόταν ο κανακάρης, ένα σακκούλι με τα γνωστά επιδόρπια στον ώμο και δρόμο. Ολοταχώς για τα πολύ μακρινά χωράφια, στο βάθος απέναντι, εκεί χαμηλά στην πλαγιά της Αβόρανης, μια πλαγιά που δύσκολα ξεκρίνεται, εκεί στο σώσμα του Εύηνου, στη στροφή για τον Άγιο Δημήτριο και τη φιδίσια κατηφόρα του προς το Γαλατά. Και μόνο με τη σκέψη, σου κόβεται η ανάσα. Ανηφόρα, κακοτράχαλη φιδίσια κατηφόρα, δύσβατη ποταμιά και ξανά ανηφόρα για να φτάσεις.
Και εκεί για ν’ αποφύγει τα ερπετά, κρέμαγε τη σαρμανίτσα με τον κανακάρη στην αρπάγη κάποιου δέντρου, τον σκέπαζε με ένα τούλι και κατευθείαν δουλειά, δίχως σταματημό, δίχως ξεκούραση, δίχως έλεος. Μονάχα λιγόλεπτη ανάπαυλα για να ταΐσει το νιάνιαρο και να βάλει μια μπουκιά στο στόμα της. Ρούφαγε απ’ το παγούρι και μια γουλιά κρασί, για δύναμη. Και κάθε τόσο σήκωνε τα μάτια της στον ήλιο, να καταγράψει την ώρα – ο ήλιος ήταν πάντα το ρολόι των ξωμάχων.
Και ήταν πολύ βασικό αυτό. Όταν ο φωτοδότης ζύγωνε τις δυο οργιές από τη ράχη, έπρεπε να ξαναπάρει το δρόμο της επιστροφής, να πάει το μωρό στο σπίτι, να το ορμώσει και ξανά την ανηφόρα για το μαντρί, να προφτάσει το κοπάδι στο μάντρωμα, να τα αρμέξουν, να τα στρουγκιάσουν, ν’ αρπάξει τις καρδάρες το γάλα, να επιστρέψει, να στραγγίσει το γάλα, να ‘τοιμάσει την καράμπα του αφέντη για τη διαδικασία της αποβουτύρωσης.
Αλυσσίδα η τυραννία, δίχως τελειωμό. Ακολουθούσε το κουβάλημα του νερού απ’ τη μοναδική βρύση του χωριού με τη βαρέλα και τα γκιούμια, η φωτιά στη γωνιά, η πυροστιά, ο τέντζερης, το μαγείρεμα. Τόσα στόματα, δύσκολα χορταίνουν. Κι ύστερα ο αφέντης που τύχαινε να είναι και πρόεδρος της κοινότητας με το γυρισμό του αργά το βράδυ απ’ το Πραιτώριο, απαιτούσε και φαΐ, άσε που όχι σπάνια κουβαλούσε και κάποιον επισκέπτη ταξειδιώτη…
Αλήθεια είναι ν’ απορεί κανένας: μια μικρόσωμη, αδύνατη, σχεδόν κοκκαλιάρα γυναίκα, με τέτοια αντοχή και τέτοια δύναμη;;; εξωπραγματικό, αδιανόητο! Όσο τη θυμάμαι στη συλλογή του κάστανου, στο δικό μου χωράφι… Ο ξάδερφος μόνο που τίναζε και έφευγε για το σκάρο. Μαζώχτρα η Σοφία. Προσπαθούσα να βοηθήσω –κουραφέξαλα: Με απόδιωχνε, με μάλλωνε:
-Σ’ αυτές τις δουλειές είσαι άχρηστος! μου έλεγε. Απιθώσου εκειδά παράμερα και κάπνισε. Με μπερδεύεις και μένα με το σουλάτσιο…
Και με το τέλειωμα της συλλογής έδενε τα τσουβάλια, έφερνε το μουλάρι παραδίπλα, άπλωνε θηλιές την τριχιά, τα σήκωνε ένα ένα και τα φόρτωνε στο σαμάρι. Με άνεση, απόλυτη άνεση. Πολλές φορές φορτωμένη κι αυτή έναν τουρβά στην πλάτη. Και ντουγρού την ανηφόρα για το χωριό…
Κάποτε θυμάμαι η κόρη μου η Ισμήνη, τρίχρονη τότε, είχε βγει στα κάγκελα της αυλής και χάζευε. Στη διπλανή αυλή ο γείτονας και φίλος Γιάννης Ζαχαρόπουλος έπινε τον καφέ του. Από κάτω, στον κήπο, ανάμεσα στις καλαμποκιές και τις κλαρωμένες φασολιές, η Σοφία πότιζε. Μ’ ένα μικρό σκαλιστήρι στα χέρια, έκοβε το νερό να πάει παντού. Αφού την περιεργάστηκε για ώρα η Ισμήνη, έμπηξε τις φωνές:
-Θεία Σοφία! θεία Σοφία! Εσύ πρέπει να κάνεις πολλή δίαιτα…
Ξαφνιάστηκε ευχάριστα η Σοφία, μα πάντα ετοιμόλογη της απάντησε:
-Ναι χαρά μου, εγώ και ο Ζαχαρόγιαννος όλο δίαιτα είμαστε…Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο Ζαχαρόγιαννος…

Η Σοφία έφτασε στα πιο βαθειά γεράματα, άγγιξε τον αιώνα. Και πέρασε καλά γεράματα. Όρθια, δεν κατάπεσε, με τα μυαλά της τετρακόσια, μέσα στην απόλυτη θαλπωρή αγαπημένων της προσώπων, των παιδιών της, που ίσως είναι και η στερνή γενιά που νοιάζεται για τους απόμαχους γονείς, ί σ ω ς, λέω…

Και τώρα Σοφία, στον πρώτο ενικό, φάτσα μπροστά σου, θέλω να σου επιστρέψω ένα ερώτημα που εσύ μου έκανες, σε ανύποπτο χρόνο: Υπάρχει άλλη ζωή; Ίσως δεν θα μ’ απαντήσεις, ίσως δεν θέλεις, ίσως δεν μπορείς, ίσως… ίσως κάποτε από ‘κει ψηλά, από κάποιο ξέφωτο, από κάποιο ξέσκισμα της συννεφιάς, ίσως ανάμεσα στα άστρα και τη βροντή του κεραυνού, ίσως μου γνέψεις, καλοτάξειδη. Κι εγώ ίσως καταλάβω τότε…

Ζαχαρόπουλος Κ. Ιωάννης

Θα σου θυμίσω μια κρητική μαντινάδα, φίλε γείτονα:
Να ‘χεν η Γης πατήματα κι ο Ουρανός κερκέλους
Να πάθιουν τα πατήματα, να πιάσω τσι κερκέλους
Να δώκω σείσμα τ’ Ουρανού!
Να πατήσω γερά στη Γης, ν’ αρπάξω τους κρικέλους τ’ Ουρανού και να τον ταρακουνήσω συνθέμελα, δυνατά, άγρια, έτσι που να τρίξει το Σύμπαν…
Σου ταιριάζει καλέ μου γείτονα. Ανήσυχος πάντα, προβληματισμένος, εκρηκτικός πολλές φορές. Όμως δίκαιος.

Φύτρα της φτώχειας, όπως όλοι ανδρώθηκε μεταξύ δύο πολέμων, του φρικτού Παγκόσμιου και του εμφύλιου. Με το ξεκίνημα του εμφυλίου, ξερριζωμός, φυγή στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας, με κατάληξη στη Ναύπακτο. Ξερριζωμός. Πικρό, κι ατέλειωτο κομβόϋ οι εκπατρισμένοι, με πορεία στο πουθενά, στο άγνωστο, φορτωμένοι ελάχιστα από τα υπάρχοντά τους –είδη πρώτης ανάγκης. Ταξείδι δίχως ελπίδα. Μπροστά τους η περιπέτεια, η ανέχεια, ο εμπαιγμός. Πίσω τους όλο το βιος, ο ιδρώτας, ο κάματος, τα όνειρα. Και τα όνειρα, τα φτωχά όνειρά τους, σχεδόν στο σύνολό τους γίνανε στάχτη. Φωτιά και στάχτη. Τα μισά σπίτια τα κάψαν οι αντάρτες, τα υπόλοιπα ο στρατός και οι ταγματασφαλίτες. Πλήρης αφανισμός…

Γιάννης Ζαχαρόπουλος, Ζαχαρόιαννους. ΄Εφηβο τον βρήκαν τα ανεπάντεχα! Όμως τόλεγε η καρδούλα του. Ανήσυχος, κινητικός, ασυμβίβαστος, αγωνιστής, δεν αφέθηκε ποτέ στη μοίρα του. Κυνήγησε τη ζωή με τα μέσα που διέθετε, με τον τρόπο που δύνονταν. Σκαρφιζόταν τέχνες, με τον τόπο του αυτοδίδακτος, δεν παραδινόταν στη μαυρίλα της απελπισιάς. Όρθιος όπως του άρμοζε. Τον θυμάμαι τσαγκάρη στη Ναύπακτο, στον άγιο Δημήτρη, σε μια τρύπα μαγαζί, που δεύτερος δεν χωρούσε μέσα –ο πελάτης τον περίμενε απέξω: Πετσώματα, σόλες, φόλες, ραψίματα, προκαδούρα και πέταλα μπροστά και πίσω στα άρβυλα για να αντέχουν…

Όμως η αληθινή ζωή του ξεκινάει με το τέλος του εμφυλίου, το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, την επιστροφή στα βουνά, στα πάτρια. Επιστροφή στο μηδέν, στο χάος. Με κάποια μικρή βοήθεια του κράτους άρχισε η ανοικοδόμηση. Μαζί με τον αδελφό του το Γιώργο στέριωσαν το πατρικό τους σπίτι, άνοιξαν το μαγαζί του πατέρα τους στην πλατεία, ξεχέρσωσαν τα ορφανά χωράφια, ψευτοστέριωσαν. Ξανά η ζωή στο μίζερο αυλάκι της. Και το τσαγκάρικο ξανά μέσα στον καφενέ και περιστασιακές δουλειές όπου λάχαινε. Μέχρι στο Μωρηά έφτασε η χάρη του, μαζί με άλλους χωριανούς. Εληές, λιοτρίβι, ομαδικός ύπνος στη χαμοκέλα με το χωματένιο πάτωμα. Και μετά το ξελάκκωμα. Εκεί ο δόλιος τα βρήκε ζόρικα, πισωστράτισε. Κατέβαζε με δύναμη τον γκασμά κι αντί να καρφωθεί στην άνυδρη γης, αναπήδαγε πίσω σαν λάστιχο, σαν τόπι. Το σκέφτηκε πολύ σοβαρά, το φιλοσόφησε. Άρπαξε τον γκασμά, πλησίασε το αφεντικό, τον πέταξε μπροστά στα πόδια του. Η αφήγηση είναι δική του:
Ζαχαρόγιαννος: Κυρ Κώστα σου παραδίνω τον γκασμά! τέλος! Κι αν με ξαναδείς να τον κρατάω να με φτύσεις κατάμουτρα, με μια ροχάλα σαν πέταλο……
Κυρ Κώστας: Βρε Γιάννη, παιδί μου, κάνε λίγη υπομονή, λίγο κουράγιο, εγώ σε συμπαθώ ιδιαίτερα, αύριο θα σε στείλω σε πιο μαλακό χώμα…
Ζαχαρόγιαννος: Το σκέφτηκα καλά, δεν αλλάζω γνώμη, τέλειωσε κυρ Κώστα! Και γιατί τέλειωσε; Γιατί συλλογίστηκα πως αν αλήθεια δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να ξενοδουλεύω τον γκασμά, τότε είμαι άχρηστος, να πάω να πνιγώ καλύτερα!…
Κυρ Κώστας: Έ τότε, Γιάννη, πέρνα το βράδυ, αν τυχόν σου χρωστάω τίποτα μεροκάματα, να σε ξοφλήσω…
Ζαχαρόγιαννος: Δεν μου χρωστάς τίποτα! Σε χαιρετάω και φεύγω…

Και έφυγε. Το ‘πε και τό ‘κανε, δεν ξαναγύρισε ποτέ του στο Μωρηά –για δουλειά φυσικά. Εκεί, στις ρίζες. Ζωογόνησε το μαγαζί, το φόρτωσε με όλα τα χρειαζούμενα. Στον πάγκο ο γερο πατέρας, ο ίδιος πανταχού παρών. Έγινε και μουσικός με προτροπή του Γιώργου, που έπαιζε κλαρίνο. Κιθαριστής αυτοσχέδιος ακολουθούσε την κομπανία στα πανηγύρια, που άκμαζαν τότε… και ξανά στο χωριό…

Ο Ζαχαρόγιαννος. Ξέχασα να πω, πως χάριν συντομίας, έτσι τον φώναζαν όλοι, αυτό ήταν το όνομά του: Ζαχαρόγιαννος. Και παντρεύτηκε σαν ήρθε η ώρα του. Σκάρωσε παιδιά, τον Κώστα, το Σωτήρη και μετά το στερνοπούλι, το Βασίλη. Έχτισε δικό του σπίτι με αφάνταστα μεγάλη προσωπική εργασία. Γείτονας.
Και μετά ήρθε το όχημα, ένα βαν για τις μεταφορές. Πήρε δίπλωμα, έγινε οδηγός, άρχισε τα δρομολόγια για Ναύπακτο, Λαμία, Αθήνα. Τα μισά κόμιστρα από τους άλλους και πλήρη εξυπηρέτηση. Κατέβασε την οικογένεια στην Αθήνα, για να μορφωθούν και να προκόψουν τα παιδιά. Με τις οικονομίες του αγόρασε και ένα διαμέρισμα στο Βύρωνα. Έγινε και Γραμματέας της κοινότητας με αποδοχές ψίχουλα. Αργότερα, ευτυχώς που ο Παπανδρέου όλους τους κοινοτικούς γραμματείς τους αναβάθμισε σε δημόσιους υπαλλήλους. Καλή ανάσα, πήρε την ανηφόρα. Γραμματέας, αγρότης, μεταφορές, μαγαζί γεμάτο. Πολυάσχολος, αγαπητός, εξυπηρετικός. Σε όλα μέσα. Ακόμα και χτίστης και σοφατζής και υδραυλικός και μαραγκός και ηλεκτρολόγος –όλα.
Δεν δίσταζε ποτέ να ζητήσει τη γνώμη σου, τη βοήθειά σου. Μεγάλο προσόν, μέγιστο. Δεν ήταν εγωιστής, γιατί ο εγωιστής δεν εξελίσσεται ποτέ, δεν ανεβαίνει, παραμένει απλώς στούρνος. Και πλακαντζής ήταν, τ’ άρεσαν τ’ αστεία, τα χωρατά, τα πειράγματα…
Ο Ζαχαρόγιαννος: έτσι τον αποκαλούσαν όλοι, έτσι θα τον θυμούνται. Κυριάρχησε στη ζωή του χωριού, τουλάχιστον από τη δεκαετία του πενήντα και μετά. Πρώτος τη τάξει, η σφραγίδα δύο γενεών…
Πάντρεψε τα παιδιά, ήρθαν τ’ αγγόνια, γέρασε. Ολόρθος, ξάστερος, διαυγέστατος και αγωνιστής μέχρι τα τελευταία του…
Αγαπούσε τη ζωή, το γνώριζα από πρώτο χέρι. Ήταν κολλητός, με αποζητούσε συχνά, με μάλωνε όταν αργούσα να επικοινωνήσω μαζί του. ‘’Χάθηκες’’ μούλεγε. Τον επισκεπτόμουν συχνά, τ’ άρεσε να συζητάμε για ώρες και για όλα – εκεί στην κουζίνα του σπιτιού του. Έτσι απλά, με θεωρούσε δικό του πρόσωπο. Ανυπόταχτο πνεύμα, οξύθυμος ομιλητής, ζωντανός άνθρωπος, φιλόξενος φίλος. Μέχρι που μούλεγε ν’ ανοίξουμε πόρτα στην αυλή μας για εύκολη επικοινωνία…
Θυμάμαι που τον πήρα τηλέφωνο λίγες μέρες πριν το θάνατό του. Καταβεβλημένος –μου ράγισε την καρδιά:
-Αμφιβάλλω αν θα το πηδήξω τ’ αυλάκι… μου είπε. Και συνέχισε: Κουράζομαι απ’ το κρεβάτι στην κουζίνα. Κάτι δεν πάει καλά. Το ποτήρι ράγισε, θρυψαλιάστηκε…
Ακολούθησε κάποια σιγή, κάποια ανάσα, μουρμούρισε:
– ‘Ο,τι είναι να γίνει, ας γίνει. Να τελειώνουμε…
– Κουράγιο, του ψέλλισα…
Και κλείσαμε… έτσι απλά κλείσαμε…
Ζαχαρόγιαννος: Σ’ αποζητάω, ρε φίλε, γείτονα. Κάθε φορά που ανηφορίζω στο χωριό και βγαίνω στην αυλή, σ’ αποζητάω. Είμαι έτοιμος να φωνάζω: ‘’Ρε κουμπάρε!’’. Μούρχεται πως θ’ ακούσω τη φωνή σου, γυρνάω το κεφάλι προς τα κείθε. Αλήθεια, θυμάσαι, όταν με ρώτησαν από πού κουμπαριάσαμε τι τους είπα; ‘’Ολοι οι γύφτοι κουμπάροι είναι…’’ και γέλαγες…
Τώρα γυρνάω το κεφάλι κείθε –τίποτα. Άκρα του τάφου σιωπή… Και μελαγχολώ… Η μοίρα μας, σκέφτομαι, το γραφτό μας…
Καλοτάξειδος, γείτονα, εγώ θα σε θυμάμαι…

Λάϊος Ε. Κωνσταντίνος

Έφυγε σε βαθειά γεράματα. Γέννημα κι αυτός της Ζηλίστας. Από σχεδόν φτωχή οικογένεια. Ράφτης ο μπαρμπα-Βαγγέλης, ο πατέρας του. Έραβε κάπες και τραγοπαντέλονα των βλάχων. Ασύχαστος, σκαρφίζοταν τα πάντα για να ζήσει την πενταμελή οικογένια, ακόμα και κομματάρχης του Νόβα διατέλεσε. Πρώτη κόρη η Βασιλική, δεύτερος ο μοναχογιός, ο Κώστας, τρίτη Σοφία. Το χειμώνα η οικογένεια ταξείδευε στη Μακρυνεία, στα χειμαδιά των τσοπαναραίων.
Έτσι μεγάλωσε ο Κώστας. Με τη βοήθεια και του πατέρα μπήκε στον ΟΤΕ. Ορθοπόδισε, που λένε. Αργότερα μετά τον εμφύλιο, ανέβηκαν στην Αθήνα, καλοπάντρεψαν τα συμπαθέστατα κορίτσια, αγόρασαν και οικόπεδο στου Ζωγράφου. Πήραν την ανηφόρα.
Σφιχτός ο Κώστας, ιδιόρρυθμος, συνεχώς αποταμίευε. Όχι περιττά έξοδα, όχι πολυτέλειες. Ήταν η φιλοσοφία του. Ίσως κατάλοιπα της παιδικής του ανέχειας, που δεν τα ξεπέρασε ποτέ. Γιατί τα κατάλοιπα, χρειάζεται ψυχική δύναμη να τα ξεπεράσεις. Είναι κάτι αρπακτικά πουλιά –σαν τις εριννύες, που σε κυνηγάνε επίμονα σ’ όλη σου τη ζωή. Κι ήρθε και παντρεύτηκε την αγαπημένη του Δήμητρα –δεν απόχτησαν απογόνους. Συνέχισε σφιχτός –μια ζωή αποταμίευση, σαν το μυρμήγκι.
Αγαπούσε το χωριό, δεν το ξέχασε ποτέ, με πρώτη ευκαιρία το επισκεπτόταν. Αλλά απομονωμένος, απροσπέλαστος, καθόλου κοινωνικός. Είχε μεγάλη ιδέα για το εγώ του, μόνο στον εαυτό του πίστευε και στη Δήμητρα. Λάθος, φίλε μου, ασυγχώρητο λάθος! Ο εαυτός μας είναι το σύνολο των χωριανών μας, των συγγενών και των φίλων. Λάθος εκτίμηση, βρε Κώστα…
Γιατί, τι ωφελήσει σε κερδίσαι τον κόσμον όλον και απωλέσαι την κοινωνικότητά σου, θα πω εγώ…
Αγαπούσε το χωριό. Και τη Δήμητρα. Και την αποταμίευση. Θα μπορούσε να ζει σαν πραγματικός άρχοντας. Ο ανηψιός του, ο Κώστας Κατσαντώνης, του το φώναζε συνέχεια. Όμως… ίσως αγαπούσε λιγότερο απ’ ό,τι ήθελε και του άξιζαν. Και του άξιζαν πολύ περισσότερα, το πιστεύω, απλώς εγκλωβίστηκε σε λάθος πεποίθηση. Εκείνες οι αδελφές του φιλικές, κοινωνικές, αγαπητές, μελιστάλαχτες –παράδειγμα προς μίμηση. Εκείνη η Βασιλική, αλώνιζε το χωριό, η νοσοκόμα του χωριού, μπροστά στο κρεβάτι του κάθε πόνου. Και ο πατέρας του ο μπάρμπα Βαγγέλης. Γραφική μορφή, άκρως κοινωνικός, στην αγορά μεσημέρι βράδυ, αξιαγάπητος…
Εσύ, βρε Κώστα; Θα το πω στα ίσα –αδίκησες τον εαυτό σου. Πάνω απ’ όλα αυτό –τον εαυτό σου…
Αγαπούσες το χωριό, ναι, τ’ αγαπούσες πολύ, μέχρι και τον τάφο σου πρόβλεψες. Εκεί αναπαύεσαι τώρα, δίπλα στον πατέρα και τη μάνα, στα άγια πάτρια χώματα. Εκεί…

Φίλε μου, εγώ δεν σε ξεχνώ, οι χωριανοί δεν σε ξεχνούν, θα σε θυμόμαστε –γιατί το αξίζεις, γιατί έτσι πρέπει… Γιατί αφού δεν καταφέραμε να ξεκλειδώσουμε την καρδιά σου και να μοιραστούμε στοργή και φροντίδα μαζί σου στη ζωή, θα φυλάμε στις καρδιές μας τη μνήμη σου…???

Κατηγορίες: stories