Κυδωνιά… το χωριό των παππούδων μας, το χωριό το δικό μας… Ένας τόπος ξεχασμένος… Ξεχασμένος;
Μέσα στον χάρτη μπορεί, στις καρδιές όμως των παιδιών του όχι… Ένας τόπος κρυμμένος καλά μέσα στους ορεινούς όγκους της Ναυπακτίας. Τόσο καλά κρυμμένος, που αν πάρεις στα χέρια σου το χάρτη θα δυσκολευτείς να τον βρεις αλλά ίσως πάλι να μην τον βρεις και καθόλου. Τώρα που το σκέφτομαι όμως αυτή μπορεί να είναι και η μαγεία της μικροκαμωμένης Κυδωνιάς μας. Γιατί τα φανερά δεν έχουν την αξία των μυστικών. Κι αυτό πολύ απλά γιατί τα γνωρίζουν όλοι. Τα μυστικά όμως όλοι είναι περίεργοι να τα μάθουν αλλά λίγοι τα ξέρουν. Κι αυτό τα κάνει ν’αξίζουν περισσότερο… Τα μυστικά τα κλειδώνεις στην καρδιά σου καλά, ζεις μ’αυτά, μαθαίνεις να τ’ αγαπάς, τα προσέχεις γιατί τα ξέρεις μόνο εσύ και στο τέλος χάνονται για πάντα μαζί σου…
Αυτό είναι και το χωριό μου για μένα, για εμάς… Είναι ένα μυστικό απ’το οποίο παίρνουμε δύναμη. Είναι ένα μυστικό που τ’ αγαπάμε και το προσέχουμε. Το κουβαλάμε παντού μαζί μας γιατί είναι το μυστικό που μας δένει…
Όταν ήμουν μικρή, το ταξίδι για το χωριό μου φαινόταν ατέλειωτο׃ Οι πέντε, άντε έξι ώρες που κάνει κάποιος οδικώς την απόσταση Αθήνα- Κυδωνιά μου έμοιαζαν αιώνες. Κι αυτό μου άρεσε… Ήταν μια περιπέτεια για μένα και ίσως η ωραιότερη περιπέτεια του καλοκαιριού. Κολλούσα τη μύτη μου στο παράθυρο του αυτοκινήτου κι έβλεπα τις εικόνες να χάνονται η μία μετά την άλλη: τα αυτοκίνητα με τους νυσταγμένους επιβάτες να προσπερνούν, τα «τεράστια» βουνά να ρίχνουν τον ίσκιο τους πάνω στις καταπράσινες πεδιάδες, τα σύννεφα να παίρνουν γνώριμα σχήματα πότε μοιάζοντας με λαχταριστά παγωτά και πότε με πρίγκηπες και κύκνους.
Κι όταν είχε ομίχλη πάνω στα βουνά…αυτό ήταν το καλύτερο μου! Φοβόμουν, το θυμάμαι, μου άρεσε όμως αυτό… Γιατί στα παιδικά μου μάτια ήμασταν οι πρωταγωνιστές της «ταινίας» που ζούσα και, ως γνωστόν σε όλους, οι πρωταγωνιστές πάντα στο τέλος βρίσκουν τη λύση και ως εκ θαύματος βγαίνουν αλώβητοι μέσα από την περιπέτειά τους. Ήξερα λοιπόν βαθιά μέσα μου, όσο κι αν οι σφυγμοί μου είχαν φτάσει τους εκατό, ότι και η δική μας περιπέτεια θα είχε αίσιο τέλος. Είχα εμπιστοσύνη στον μπαμπά μου…σε αντίθεση βέβαια με το έτερον του ήμισυ που ακόμα ακούω στ’αυτιά μου τα μακρόσυρτα ουρλιαχτά της « Πρόσεχε Ηλία! Γκρεμός!!! ».
Κι όταν τελικά έβλεπα τα πρώτα σπίτια του χωριού αμέσως η καρδιά μου χτυπούσε πιο δυνατά κι ήθελα να τρέξω γρήγορα στην πλατεία… Συνάμα όμως η αγωνία μου ήταν αν θα βρίσκονταν εκεί τα υπόλοιπα παιδιά. Είχα να τους ανταμώσω απ’ το προηγούμενο καλοκαίρι. Ένας ολόκληρος χρόνος νοσταλγίας και ανυπομονησίας είχε φτάσει πια στο τέλος του. Ναι! Ήταν αλήθεια! Ήμουν στο χωριό μου! Και σχεδόν πάντοτε, ιδίως τις ημέρες του πανηγυριού, εκεί γύρω στις αρχές του Αυγούστου, όλοι ήταν εκεί… και η Κυδωνιά μας φoρούσε τα γιορτινά της για να μας υποδεχτεί στις αγκάλες της.
Όταν σκέφτομαι τα καλοκαίρια στο χωριό ο πρώτος μου συνειρμός είναι η αναρρίχηση στο Καστανόρεμα και ο τρόμος που μου προκαλούσε το στενό μονοπάτι στο οποίο χωρούσε μοναχά το ένα μου πόδι σε κάθε βήμα. Ο δεύτερος συνειρμός μου είναι… τα κατακόκκινα απ’ το ιώδιο γόνατά μου κάθε φορά που προσπαθούσα να το περάσω. Ε! λοιπόν σας πληροφορώ ότι και πέρυσι που προσπάθησα (ίσως για να καταφέρω να ξεπεράσω το φόβο μου) πάλι τον ίδιο πανικό αισθάνθηκα όπως και τότε στα δέκα μου χρόνια. Τελικά όμως τα κατάφερα χωρίς ιώδιο στα γόνατα αυτή τη φορά. Και αναρωτιέμαι: Μήπως όμως όλο αυτό έχασε κάτι απ’ τη μαγεία του; Μήπως το ιώδιο ήταν το φάρμακο που μας οδηγούσε στην κάθαρση και τη λύτρωσή μας; Και πώς θα λυτρωθούμε τώρα που ξαφνικά μεγαλώσαμε;
Και η εφηβεία…χρόνια ανέμελα που παίρναμε κιθάρες και καφάσια μπύρες απ’ το μοναδικό καφενείο του χωριού και ανηφορίζαμε αργά προς την Αγία Παρασκευή – ένα ξέφωτο στολισμένο μ’ένα μικρό ξωκκλήσι και προικισμένο με θέα πανοραμική προς τον Έυηνο και τα γύρω χωριουδάκια -. Τσούρμο παιδιά, αγόρια και κορίτσια, σιγοτραγουδώντας και επιταχύνοντας το βήμα μας σε κάθε περίεργο κρότο. Τεντώνοντας τ’ αυτιά μας στο θρόϊσμα των φύλλων, και πειράζοντας ο ένας τον άλλο κάτω από το φως του φεγγαριού που μας έπαιζε μυστηριώδη παιχνίδια. Φανταζόμασταν νεράιδες με άσπρα φορέματα και μακριά ξανθά μαλλιά, δράκους, μάγισσες, στοιχειά. Κι όσο πιο πολύ φοβόμασταν τόσο συνεχίζαμε να τα διηγούμαστε μέχρι που ξεχνιόμασταν και πιάναμε το τραγούδι. Μετρούσαμε τ’αστέρια, κοιτάζαμε πέρα μακριά τα λιγοστά φώτα που λαμπύριζαν μέσα στο πυκνό σκοτάδι και το βλέμμα μας ταξίδευε στους εφηβικούς έρωτές μας. «Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’αρέσουν» , έγραψε κάποτε ο Σεφέρης. Αυτές τις λίγες νύχτες, λοιπόν, εγώ νοσταλγώ. Τις νύχτες που τώρα πια φαντάζουν σαν ένα μακρινό παρελθόν, μα που η θύμησή τους είναι αυτή που μας κρατά ζωντανούς. Αυτές τις λίγες νύχτες, λοιπόν, όλοι μας τις νοσταλγούμε…
Φτάνω στο χωριό. Τώρα το ταξίδι όλο και πιο σύντομο μοιάζει. Μέσα στις αποσκευές έχω στριμώξει αναμνήσεις τόσων χρόνων που ξεχείλισαν. Δε νιώθω πια αγωνία μα νομίζω πως μέσα στη χαρά μου νιώθω λύπη… Δεν μπορώ να σου πω το γιατί. Δεν ξέρω να σου πω το γιατί…Ίσως γιατί αγαπημένοι μας άνθρωποι χάθηκαν, ίσως γιατί εμείς αλλάξαμε, ίσως γιατί δε βλέπω πια τα χαρούμενα πρόσωπα των γιαγιάδων να με περιμένουν στην είσοδο του χωριού, ίσως γιατί τα παιδιά δεν παίζουν σαν παιδιά, ίσως, ίσως, ίσως…Θέλω μονάχα να σου μιλήσω απλά και να σου πω: Μην αφήσεις το χωριό μας…Θυμάσαι; Είναι το μυστικό μας. Πρέπει να το προσέχουμε. Δε με νοιάζει αν έχει άσφαλτο ή φωτάκια στην πλατεία. Με νοιάζει αν έχει ψυχή. Ούτε τότε είχαν, δεν το ξέρεις; Μα όταν μας μιλούν οι γονείς μας για τα παιδικά τους χρόνια τα μάτια τους λάμπουν: «Πηγαίναμε σχολείο πρωί και απόγευμα, κάναμε μπάνιο κάθε Σάββατο», μου λένε γελώντας οι πιο παλιοί. Μπορεί να μην είχαν όσα έχουμε εμείς σήμερα αλλά ίσως εμείς δεν έχουμε αυτό που είχαν τότε. Θέλω να μου μιλάς για το χωριό και να πετούν φλόγες τα μάτια σου. Θέλω να νιώθεις καρδιοχτύπι κάθε φορά που μυρίζει το μουσκεμένο χώμα μετά την καλοκαιρινή μπόρα. Θέλω όμως να είμαστε μαζί σ’ αυτό. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις…Είμαι σίγουρη πως με καταλαβαίνεις…
Αφιερωμένο σε όσους έφυγαν αλλά είναι ακόμη εδώ…
Ηλέκτρα Γάτου